- πτολιπόρθιος
- πτολι-πόρθιος, ον, = sq., of Odysseus, Od.9.504.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτολιπόρθιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτολιπόρθιος — ον, Α [πτολίπορθος] πτολίπορθος* … Dictionary of Greek
πτολιπόρθιον — πτολιπόρθιος masc/fem acc sg πτολιπόρθιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)